- τριμοιρίτης
- τρῐμοιρ-ίτης [pron. full] [ῑτ], ου, ὁ,A a ship's officer receiving triple pay, Luc.JTr.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριμοιρίτης — ὁ, Α αυτός που λαμβάνει τρία μερίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμοιρος + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
τριμοιρίτην — τριμοιρί̱την , τριμοιρίτης a ship s officer receiving triple pay masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)